Μόλοι

Μόλοι
Μόλος
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μόλοι — μόλοῑ , βλώσκω go or come aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… …   Dictionary of Greek

  • Μπέκετ, Σάμουελ — (Samuel Beckett, Ντάλινγκ 1906 – 1990). Ιρλανδός γαλλόφωνος συγγραφέας. Ήταν γραμματέας και συνεργάτης του Τζόις, του οποίου μπορεί να θεωρηθεί συνεχιστής στις έρευνες για την ψυχολογία της γλώσσας. Το τυπικό, όμως, χαρακτηριστικό του Μ. είναι το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”